Ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από τον τουρισμό

FacebookTwitterGoogle+Share

Νίκος Παπαγεωργίου

Συνέντευξη του προέδρου του Συνδικάτου Εργατοϋπαλλήλων Επισιτισμού – Τουρισμού – Ξενοδοχείων Αττικής, Νίκου Παπαγεωργίου στον «Ριζοσπάστη» της Κυριακής 21 Ιούνη 2015. 

— Τι τάσεις καταγράφονται σε ό,τι αφορά την τουριστική κίνηση τη σεζόν που «τρέχει» και ποια είναι τα μεγέθη για τον κλάδο του τουρισμού στη χώρα μας;

— Οι εργοδοτικές οργανώσεις και η κυβέρνηση μιλάνε φέτος για πάνω από 810.000 διεθνείς αφίξεις μέχρι τέλος Μάρτη, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση κατά περίπου 29% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2014. Αντίστοιχη αύξηση είχε και η Αθήνα, κατά 29,5%. Πρόκειται για νούμερα εντυπωσιακά αν σκεφτεί κανείς ότι έρχονται μετά από δυο συνεχόμενες χρονιές – ρεκόρ σε έσοδα και αφίξεις.

Το ζήτημα, όμως, είναι ότι τα μεγέθη αυτά δεν αποτυπώνουν το τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από τη «βιτρίνα». Η ανάπτυξη του τουρισμού που είχαμε καθ’ όλη την περίοδο της κρίσης, συνοδεύτηκε από ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, ακόμη χειρότερους όρους εργασίας και, βέβαια, ακόμα μεγαλύτερο αποκλεισμό των λαϊκών στρωμάτων από τις διακοπές και την αναψυχή.

Σε ό,τι αφορά τα μεγέθη, υπάρχουν σήμερα περίπου 10.000 ξενοδοχεία σε όλη τη χώρα, πάνω από 400 στην Αττική, τα οποία θα φιλοξενήσουν τα 25 και πλέον εκατομμύρια του εισερχόμενου τουρισμού, όπως είναι οι προσδοκίες για φέτος. Παρά την κρίση, την περίοδο 2009 – 2013 άνοιξαν 914 νέα ξενοδοχεία, 300 περισσότερα από όσα έκλεισαν, συνολικής δυναμικής 63.392 κλινών. Οι επενδύσεις αυτές χρηματοδοτήθηκαν από διεθνή και εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με κεφάλαια που προέκυψαν από την αφαίμαξη των λαών της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου, αφού στις τράπεζες καταλήγουν και μέσω των τραπεζών επανεπενδύονται. Στα παραπάνω πρέπει να συμπεριλάβει κανείς την παραχώρηση δημόσιων εκτάσεων – αιγιαλών, λιμανιών, μαρίνων, αεροδρομίων, δασών – σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, προκειμένου να «αξιοποιηθούν» για να ανοίξουν νέα πεδία κερδοφορίας.

— Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους, ποια είναι η αντίστοιχη εικόνα;

— Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους, πάνω από 600.000 απασχολούνται άμεσα ή έμμεσα στον τουρισμό. Ανάμεσά τους βρίσκονται χιλιάδες νέοι από τις εγχώριες τουριστικές σχολές, αλλά κι από την Ανατολική Ευρώπη, που προωθούνται στα ξενοδοχεία με το καθεστώς της «μαθητείας».

Το «ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον», που απαιτούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες του κλάδου, διασφαλίζεται πρώτα απ’ όλα από τους μειωμένους κατά 15% μισθούς, από τον Ιούλη του 2012, για τους ελάχιστους που αμείβονται ακόμη με τη Συλλογική Σύμβαση. Η συντριπτική πλειοψηφία των ξενοδοχειακών μονάδων, σε όλη τη χώρα, εφαρμόζει τα 586 ευρώ μεικτά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πληρώνουν τελικά τα δεδουλευμένα, τα επιδόματα, τις άδειες και τα Δώρα Χριστουγέννων.

Πάνω από 160 είναι οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις που «υπογράφηκαν» από Ενώσεις Προσώπων – όργανα των ίδιων των ξενοδόχων – στις οποίες μάλιστα διευθετείται με διευθυντικό δικαίωμα ο χρόνος εργασίας. Αυτό σημαίνει ατελείωτα, απλήρωτα 12ωρα, ολόκληρη σεζόν δίχως μέρα ανάπαυσης.

Στα επισιτιστικά καταστήματα η κατάσταση είναι κυριολεκτικά χαώδης. Οι εστιάτορες και οι μεγάλες αλυσίδες γρήγορου φαγητού και καφέ πληρώνουν όποτε θέλουν, ό,τι θέλουν, όπως θέλουν και για ασφάλιση …ούτε κουβέντα.

Αυτό το «επενδυτικό κλίμα» θέλουν όλοι οι επιχειρηματικοί όμιλοι στον τουρισμό να διατηρήσουν και να επεκτείνουν. Γι’ αυτό και είναι οι πρώτοι που πιέζουν να υπάρξει συμφωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους δανειστές, νέο δηλαδή μνημόνιο. Αυτό σημαίνει γι’ αυτούς «σταθερότητα» και «ανταγωνιστικό περιβάλλον».

— Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν διαφοροποιήσεις τόσο ανάμεσα σ’ εκείνους που πουλάνε το λεγόμενο «τουριστικό προϊόν», αλλά και σ’ εκείνους που το αγοράζουν. Ετσι δεν είναι;

— Πράγματι, τα 25 εκατ. των τουριστών που αναμένονται φέτος, δεν είναι όλοι για τα «δόντια» των 5άστερων ξενοδοχειακών μονάδων.

Τον «αφρό», όσους δηλαδή μπορούν να πληρώσουν αδρά για ένα καλό πακέτο – εισιτήρια, διαμονή κ.λπ. -, θα τον διεκδικήσουν ελάχιστες επιχειρήσεις από τους μεγάλους ομίλους, εγχώριους και ξένους. Σε αυτές τις ξενοδοχειακές μονάδες μία διανυκτέρευση κοστίζει όσο οι μισθοί δύο και τριών εργαζομένων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί μια διανυκτέρευση να κοστίζει όσο το ετήσιο εισόδημα τριών εργαζομένων! Αρα, απευθύνονται και επιδιώκουν να προσελκύσουν πελατεία με υψηλό βαλάντιο, που θα ξοδεύει περισσότερα χρήματα.

Οι περισσότεροι θα κατευθυνθούν σε μονάδες όχι μικρότερης δυναμικότητας, αλλά σε εκείνες που απορροφούν αυτό που συνήθως λέγεται «μαζικός τουρισμός» και περιλαμβάνει κυρίως τα «all inclusive» ξενοδοχεία. Πρόκειται για μονάδες με δυναμικότητα από 3.000 μέχρι και πάνω από 8.000 κλίνες το καθένα, που καταλαμβάνουν έκταση όσο ένα παραδοσιακό χωριό και έχουν μέσα τα πάντα.

Αυτές τις μονάδες τις γεμίζουν συνήθως τα μεγάλα τουριστικά πρακτορεία – οργανισμοί (tour – operators). Αυτοί έχουν συμβόλαια για όλη τη σεζόν με τον ξενοδόχο, που «πουλά» στο πρακτορείο την κάθε διανυκτέρευση συνήθως κάτω κι από 50 ευρώ για κάθε δωμάτιο, ή για κάθε άτομο. Το κέρδος του ξενοδόχου προκύπτει από την ποσότητα των δωματίων που «πουλά» στο πρακτορείο. Πρόκειται λοιπόν για πελάτες, κυρίως από άλλες χώρες, που αγόρασαν ένα πακέτο διακοπών από πρακτορεία, το οποίο περιλαμβάνει και τα μεταφορικά.

Οι λιγότεροι θα καταλήξουν στις μονάδες μικρότερης δυναμικότητας και ό,τι περισσέψει στα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Ο μικρός ξενοδόχος, συνήθως, επωφελείται απ’ ό,τι περισσέψει από τους μεγάλους – αν περισσέψει – ή κλείνει, επειδή δεν αντέχει τον ανταγωνισμό. Γιατί είναι άλλο να πουλάς 5.000 κλίνες τη μέρα, κι άλλο μόλις 50 ή και 100 στην ίδια τιμή για να είσαι ανταγωνιστικός.

Οσο για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, η μοίρα τους είναι επίσης προδιαγεγραμμένη για δύο λόγους: Από τη μια δεν μπορούν να πουλούν φθηνότερα από τα «all inclusive» γιατί έχουν «υψηλό κόστος λειτουργίας», κι από την άλλη δεν μπορούν αντικειμενικά να προσφέρουν τις παροχές ενός μεγάλου ξενοδοχείου. Αν συμπεριλάβει κανείς και το γεγονός ότι στηρίζονταν όλα τα προηγούμενα χρόνια στον εσωτερικό τουρισμό, που σήμερα απλά δεν υπάρχει, γίνεται αντιληπτό ότι δύσκολα επιβιώνουν.

Κι αυτό γιατί ιδιαίτερα μετά από την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης, όλο και περισσότεροι Ελληνες επιλέγουν τις φθηνότερες λύσεις ή δεν κάνουν καθόλου διακοπές, γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν ούτε για ένα τριήμερο σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Φταίνε η φτώχεια, η ανεργία, η ακρίβεια, οι απαγορευτικές τιμές στα μέσα μεταφοράς – διόδια, αεροπορικά και ακτοπλοϊκά εισιτήρια.

— Επομένως, δεν είναι όλοι κερδισμένοι από την ανάπτυξη του τουρισμού…

— Ετσι ακριβώς συμβαίνει. Δεν είναι δυνατόν και να γεμίσουν τα 10.000 ξενοδοχεία με τουρίστες ή ντόπιους επισκέπτες και ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν οι ξενοδόχοι υψηλή μέση τιμή δωματίου, να επωφεληθούν από την αύξηση του τουρισμού οι μικροί επιχειρηματίες – αυτοαπασχολούμενοι και να έχει δουλειά με αξιοπρεπές εισόδημα ο εργαζόμενος του κλάδου.

Στον καπιταλισμό, σε αυτό το βάρβαρο σύστημα, τα παραπάνω αποτελούν αντιθέσεις που δεν μπορούν να γεφυρωθούν. Πρώτα απ’ όλα, ο τουρισμός ως κλάδος επηρεάζεται άμεσα από τις αντιπαραθέσεις και τους ανταγωνισμούς που πυκνώνουν ιδιαίτερα στη δική μας περιοχή.

Εφόσον, όμως, δεν συμβούν γεγονότα που επηρεάζουν τον τουρισμό (φυσικά φαινόμενα, πόλεμοι κ.λπ.), η κερδοφορία μιας χούφτας ομίλων είναι δεδομένη, ενώ μεγαλώνει και ο ανταγωνισμός. Από αυτή την κερδοφορία, όμως, θα μείνει μακριά σημαντικό τμήμα των αυτοαπασχολούμενων, ενώ όσες επιχειρήσεις δεν αντέξουν τον ανταγωνισμό θα κλείσουν, προκαλώντας νέες στρατιές ανέργων. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα στο ξενοδοχείο «Πεντελικό», όπου οι εργαζόμενοι πετάχτηκαν στο δρόμο επειδή η επιχείρηση άλλαξε χέρια.

Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι βιώνουν όλο και χειρότερες εργασιακές συνθήκες, με όλο και πιο μειωμένο εισόδημα, ως αποτέλεσμα των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και της υπερεκμετάλλευσης.

Και, τέλος, το όνειρο για διακοπές και αναψυχή αφορά κάθε χρόνο όλο και πιο λίγους εργαζόμενους, ελάχιστους που θα μπορέσουν σε αυτές τις συνθήκες να πληρώσουν μέρος από τους κόπους μιας χρονιάς που δεν περισσεύουν, για το αυτονόητο: Λίγες μέρες ξεκούρασης, χαλάρωσης στις υποδομές που χτίστηκαν με τον δικό τους ιδρώτα, στις ακτές που θα έπρεπε να είναι λαϊκή περιουσία, καταναλώνοντας αγαθά που άρπαξαν από τα χέρια τους για πενταροδεκάρες οι καπιταλιστές.

 

— Μέσα στις συνθήκες που περιγράψατε πιο πάνω, σε ποια κατεύθυνση αναπτύσσει τη δράση του το Συνδικάτο;

— Το παράδειγμα του τουρισμού είναι αποκαλυπτικό για το δρόμο ανάπτυξης που υπηρετεί το κεφάλαιο και για τον οποίο παλιές και νέες κυβερνήσεις μας ζητούν να κάνουμε θυσίες.

Εμείς που βλέπουμε όλο τον πλούτο να περνά καθημερινά μπροστά από τα μάτια μας, το λέμε καθαρά: Καμιά θυσία για την πλουτοκρατία. Οργάνωση του αγώνα για ανάκτηση των απωλειών που είχαμε τα χρόνια της κρίσης, κατάργηση των μνημονίων και όλων των αντεργατικών νόμων, πάλη για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.

Αυτή είναι η αφετηρία της δράσης του Συνδικάτου, της προσπάθειας να οργανωθούν αποφασιστικοί ταξικοί αγώνες, ανυποχώρητοι μπρος στα συμφέροντα της τάξης μας, αλλά και με σταθερότητα, που θα παίρνουν υπόψη τις καμπές του κινήματος και θα είναι σε συντονισμό με όλους τους κλάδους.

Οι σημαντικοί κλαδικοί αγώνες το προηγούμενο διάστημα για να μην αποχαρακτηριστούν τα ΒΑΕ από τον κλάδο, για να μην περάσει στην Αττική η κατάπτυστη ΣΣΕ που υπέγραψε προδοτικά η Ομοσπονδία με τους μεγαλοξενοδόχους, μας εφοδίασε με νέα πείρα για να οργανώσουμε καλύτερα τη μάχη από τα κάτω. Για να γίνει ο κάθε χώρος δουλειάς κάστρο αντίστασης και διεκδίκησης, να πάρουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι την υπόθεση στα χέρια τους.

Προϋπόθεση γι’ αυτό αποτελεί η ενότητα του κλάδου, των εργαζομένων κάθε ειδικότητας, κάθε εργασιακής σχέσης, κάθε χώρου δουλειάς. Μια τέτοια ενότητα αποτελεί σημαντική συμβολή στην ανασύνταξη του κινήματος, που σε συμμαχία με τους αυτοαπασχολούμενους και τη φτωχή αγροτιά, μπορεί να φέρει πραγματικές, ριζικές αλλαγές σε όφελος του λαού.